- σύνδεμα
- τό1) связующее вещество; 2) тех соединитель; соединительное звено; соединительная планка, муфта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύνδεμα — το, Ν 1. ύλη που χρησιμεύει για σύνδεση, συγκόλληση, συνδετική ύλη 2. μεταλλικό τεμάχιο το οποίο συνδέει δύο τμήματα εργαλείου ή μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek